- κυρά
- Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ασκήτεψε μαζί με τη Μαράνα. Η μνήμη τους τιμάται στις 28 Φεβρουαρίου.
* * *και κερά, η (Μ κυρά και κερά)1. οικοδέσποινα, αφέντρα («τήν έδιωξε η κυρά της»)2. σύζυγος («πάω στην κυρά μου»)3. γιαγιά, μάμμη4. αγαπημένη («κυρά μου, εις όσον σέ αγαπώ, η γης βοτάνια ουκ έχει», Ερωτοπαίγνια)5. ευλαβικός τίτλος τής Παναγίας («η Αθηνιώτισσα Κυρά», Πολίτ.)νεοελλ.1. (ως τιμητική προσαγόρευση γυναικών, πριν από κύριο όνομα ή προσηγορικό που δηλώνει το επάγγελμά τους ή το επάγγελμα ή αξίωμα τών συζύγων) κυρία (α. «κυρά Κατίνα» β. «κυρά δασκάλα» γ. «κυρά βουλευτίνα»)2. φρ. α) «κυρά Μαριώ» ή «κερά Μαριώ»μτφ. η αλεπούβ) «καλές κυράδες»μτφ. οι νεράιδεςγ) «κυρά νύχτα» — λέγεται ειρωνικά για τους φυγόπονους3. παροιμ. «πρώτη γυναίκα δούλα κι η δεύτερη κυρά» — η δεύτερη σύζυγος έχει τις περισσότερες περιποιήσειςμσν.1. βασίλισσα2. ιδιοκτήτρια, κάτοχος3. (γενικά) γυναίκα.
Dictionary of Greek. 2013.